Αυτό το αφιέρωμα δεν χρειάζεται εισαγωγή. Οι ιστορίες μιλάνε από μόνες τους.
ALICE NEEL (αμερικάνα,1900-1984)
Είναι 1936 και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν έχει ξεσπάσει ακόμα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Αμερικής οργανώνει διαδήλωση κατά της ανόδου του φασισμού στην Ευρώπη. Η Neel συμμετέχει στη διαδήλωση και ύστερα την αποθανατίζει με τα πινέλα της. Η υφήλιος έχει αρχίσει να μυρίζει μπαρούτι.
LEA GRUNDIG (γερμανίδα, 1906-1977)
Εβραϊκής καταγωγής, με το που περατώνει τις σπουδές της στη σχολή Καλών Τεχνών Saxon, γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Όταν ανεβαίνουν οι Ναζί στην εξουσία, ξεκινάει μία σειρά με πίνακες αντιναζιστικής θεματολογίας, με τίτλους όπως «Κάτω από την Σβάστικα», «Ο Εβραίος είναι ένοχος», ‘Η απειλή του Πολέμου», «Στην Κοιλάδα του Θανάτου», «Γκέτο». Το 1939 καταδικάζεται για προπαρασκευαστικές ενέργειες έσχατης προδοσίας και φυλακίζεται για τέσσερεις μήνες. Εκτίει την ποινή της, εγκαταλείπει την χώρα και μετά από ένα μικρό διάστημα στην Σλοβακία, εγκαθίσταται στην Παλαιστίνη. Μετά το τέλος του πολέμου επιστρέφει στην Ευρώπη και καταφεύγει ως γνήσια κομμουνίστρια στην Ανατολική Γερμάνια. Πεθαίνει το 1977 στη Μεσόγειο πάνω σε ένα πλοίο που ονομαζόταν «MS Η Φιλία των Λαών».
EDITH BIRKIN (τσεχοσλοβάκα,1927–2018)
Είναι 14 χρονών, όταν μεταφέρεται μαζί με την οικογένειά της από την Πράγα, όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει, στο γκέτο του Lodz στην Πολωνία. Οι γονείς της πεθαίνουν από τις κακουχίες μέσα στη χρονιά, εκείνη αντέχει μόνη της άλλα τρία χρόνια μέχρι την εκκένωση του γκέτο από τους ναζί. Όλοι οι κάτοικοι στέλνονται στο στρατόπεδο του Auschwitz. Η Birkin είναι από τους τυχερούς, την κρίνουν κατάλληλη για εργασία και κατορθώνει να επιζήσει. Η απελευθέρωση του 1945, την βρίσκει στο στρατόπεδο του Bergen-Belsen. Γυρίζει στην Πράγα, οπού συνειδητοποιεί ότι δεν θα επιστρέψει κανείς από αυτούς που γνώριζε από παλιά και ότι η ζωή στην πόλη δεν θα είναι ποτέ πιά ίδια. Καταφεύγει στην Αγγλία, πιάνει δουλειά ως δασκάλα, υιοθετεί και τρία παιδία, και πολλά χρόνια αργότερα, στην δεκαετία του 1970, αποτυπώνει τις αναμνήσεις της σε πίνακες και ποιήματα. Απώλεια, φόβος, σκούρα μπλε και μωβ χρώματα… Η Birkin προτιμάει να μιλήσει για την μοναξιά και την απελπισία που ένιωθαν όλοι τους τότε και να μην εστιάσει στην βαρβαρότητα.
ZDENKA EISMANNOVA (τσέχα,1897-1943)
Τον Σεπτέμβριο του 1942 μεταφέρεται από την Πράγα στην Theresienstadt. Το παλιό θέρετρο της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας έχει μετατραπεί από τους ναζι σε γκέτο, όπου μένουν προσωρινά όσοι καταλήγουν στα στρατόπεδα εξόντωσης. Έχει μαζί της ένα μπλοκ και ζωγραφίζει σκηνές από την καθημερινότητα. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1943 οδηγείται στο Auschwitz και τα ίχνη της χάνονται…
CHARLOTTE SALOMON (γερμανίδα, 1917–1943)
Το 1939 είναι 22 χρονών και έχει ήδη ζήσει μία ζωή γεμάτη τραγωδίες. Η μητέρα της έχει αυτοκτονήσει όταν η ίδια ήταν 9 χρονών, η γιαγιά της έχει αυτοκτονήσει πρόσφατα, ο πατέρας της, αφού έχει περάσει ο ίδιος λίγο χρόνο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, φοβούμενος για το μέλλον της στο Βερολίνο, την έχει στείλει στον παππού της στη Γαλλία, ο οποίος την κακοποιεί σεξουαλικά. Επισκέπτεται ψυχίατρο, ο οποίος την παροτρύνει να ζωγραφίζει. Νοικιάζει ένα δωμάτιο σε μία πανσιόν μακριά από τον παππού της και από το 1941 μέχρι το 1943 ολοκληρώνει 769 αυτοβιογραφικούς πίνακες. Το 1943 γνωρίζει και παντρεύεται έναν άλλο γερμανο-εβραίο φυγά, τον Alexander Nagler. Στις 10 Οκτωβρίου 1943 συλλαμβάνονται στην Drancy της Γαλλίας 1.000 Εβραίοι και οδηγούνται στο Auschwitz. 491 από αυτούς στέλνονται κατευθείαν στους θαλάμους αερίων. Ανάμεσα τους και η 5 μηνών έγκυος Charlotte.
JANINA TOLLIK (πολωνέζα, 1910-1994)
Μέλος της πολωνέζικης αντίστασης, συλλαμβάνεται τον Μάιο του 1941 και φυλακίζεται στο Montelupich της Κρακοβίας. Τον Απρίλιο μεταφέρεται στο Auschwitz. Γίνεται ο αριθμός 6804. «Εδώ ξεκίνησα να σχεδιάζω σκηνές από τη ζωή στο στρατόπεδο. Ήθελα να χαράξω αυτές τις εικόνες στο μυαλό μου. Ζωγράφιζα, κοίταζα τα σχέδια και μετά τα κατέστρεφα». Το 1944 μεταφέρεται στο στρατόπεδο του Flossenbürg. Ένα χρόνο μετά απελευθερώνεται και συνεχίζει τη ζωή της από εκεί που την άφησε.
HELGÀ HOŠKOVA-WEISSOVÀ (τσέχα, 1929- )
Είναι 12 χρονών όταν η οικογένειά της οδηγείται στο γκέτο της Theresienstadt. Παίρνει μαζί της τα κραγιόνια και τις νερομπογιές της. Ο μπαμπάς της της λέει: «ζωγράφιζε ό,τι βλέπεις». Για τρία χρόνια η Helga ζωγραφίζει σκηνές της καθημερινής ζωής στο γκέτο. Το 1944 η οικογένεια οδηγείται στο Auschwitz. Πριν φύγουν, αφήνουν πάνω από 100 ζωγραφιές σε έναν συγγενή τους να τις φυλάξει. Στο Auschwitz, ο πατέρας εκτελείται στον θάλαμο αερίων και η μαμά με την κόρη στέλνονται σε ένα εργοστάσιο κατασκευής αεροσκαφών στο Freiberg. Το 1945 παίρνουν τον μακρύ δρόμο για το Mauthausen. Ένα μήνα μετά, είναι και οι δύο ελεύθερες.
ESTHER LURIE (λιθουανή,1913–1998)
Κόρη εβραίων βαθειά θρησκευόμενων, το 1934, μόλις ολοκληρώνει τις σπουδές ζωγραφικής και σκηνογραφίας στο Βέλγιο, φεύγει για την Παλαιστινή. Το 1938 ξαναγύριζει στην Ευρώπη και εγκαθίσταται στο Kovno για να είναι δίπλα στην αδελφή της που την χρειαζόταν. Τον Ιούνιο του 1941 μεταφέρεται από τους Γερμανούς στο γκέτο της πόλης και εκεί έχει την τύχη να αναγνωρίσουν οι κατακτητές το ταλέντο της και να της αναθέσουν να φιλοτεχνήσει πορτραίτα τους και αντίγραφα γνωστών έργων τέχνης. Στα κρυφά ζωγραφίζει σκηνές από τη ζωή των φυλακισμένων. Οδηγείται από στρατόπεδο σε στρατόπεδο μέχρι τον Ιανουάριο του 1945, όπου απελευθερώνεται από τον Κόκκινο Στρατό. Δεν θέλησε να καταθέσει η ίδια ως μάρτυρας στις μετέπειτα δίκες κατά των εγκληματιών, έστειλε απλά ως μαρτυρίες τα σκίτσα και τα σχέδια της.
CEIJA STOJKA (τσιγγάνα, 1933–2013)
Η οικογένεια της εμπορευόταν άλογα. Έμεναν σε μία κλασική τσιγγάνικη άμαξα, περνούσαν τους χειμώνες σε έναν καταυλισμό στη Βιέννη και τα καλοκαίρια περιόδευαν στην αυστριακή επαρχεία, μέχρι που τους συνέλαβαν οι Γερμανοί. Ο πατέρας της στάλθηκε στο Dachau και μετά στο Schloss Hartheim, όπου δολοφονήθηκε. Η Ceija, η μητέρα της και οι πέντε αδελφοί της πέρασαν διαδοχικά από το Auschwitz, το Ravensbruck and το Bergen-Belsen. Στο Auschwitz-Birkenau, το 1943, υπέκυψε στις κακουχίες ο μικρότερος αδελφός της Ossi. Οι υπόλοιποι επέζησαν και απελευθερώθηκαν το 1945 από τους Βρεττανούς. Πολύ αργότερα, όταν ήταν πια 56 χρόνων, αποφάσισε να ζωγραφίσει τις εμπειρίες της ζωής της, ανέμελες σκηνές από τους τσιγγάνικους καταυλισμούς, αλλά και τις σκληρές εικόνες από τις εισβολές των κατακτητών σ’ αυτούς και την φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
DORIS CLARE ZINKEISEN (βρετανή, 1898–1991)
Όταν έφτασαν οι Βρεττανοί εθελοντές διαφόρων υγειονομικών μονάδων τον Απρίλιο το 1945 στο Bergen-Belsen βρήκαν 53,000 επιβιώσαντες σε τραγική κατάσταση και 13,000 άταφους νεκρούς. Ξεκίνησαν ενταφιάζοντας τα πτώματα και βάζοντας φωτιά σε πολλές εγκαταστάσεις στο στρατόπεδο για να εμποδίσουν την επέλαση της επιδημίας τύφου. «Ο φρικτός ήχος που έκαναν οι ξύλινες καλύβες καθώς καίγονταν, έμπαινε μέσα στο μυαλό σου και το έτρωγε», είπε αργότερα η ζωγράφος που τους συνόδευε, η Doris Zinkeisen. «Ο στάβλος χρησιμοποιήθηκε ως μπάνιο για να πλυθούν και να απολυμανθούν όσοι είχαν επιζήσει πριν σταλούν για θεραπεία στο νοσοκομείο. Ο ασθενής ξάπλωνε σε ένα τραπέζι, οι γερμανίδες αιχμάλωτοι τον έπλεναν. Η εκκλησία είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο για τους ζωντανούς». «Απόλυτη φρίκη» ήταν ο χαρακτηρισμός που έδωσε σ’ αυτά που είδε. Σε όλο το υπόλοιπο της ζωής της υπέφερε από εφιάλτες.
MARRY KESSEL (βρετανή,1914-1978)
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Βρεττανοί έστειλαν τρεις γυναίκες ζωγράφους στην Ευρώπη να καταγράψουν τα συμβάντα. Η Mary Kessell ήταν η μία από αυτές. Έφτασε στο Bergen-Belsen τέσσερεις μήνες μετά την απελευθέρωση του, όταν πια τα μαρτύρια είχαν τελειώσει και είχαν μεταφερθεί εκεί επιβιώσαντες από πολλά στρατόπεδα. Όπως έγραψε στο εικονογραφημένο ημερολόγιο της Σημειώσεις από το στρατόπεδο Belsen, 1945: «…έχουν αρχίσει όλοι να ξαναζούν, και τα παιδιά γελούν και σου δείχνουν αγάπη και σου κρατούν το χέρι… Εντυπωσιάστηκα από όσα είδα, ήταν συναρπαστικά και πολύ συγκινητικά…»
AUDREY FLACK (αμερικάνα, 1931-)
Με τα δικά της λόγια: “Μεγάλωσα στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με όλο τον φόβο και την ένταση που απαιτούσε εκείνη η εποχή, και πάντα με αυτήν την ιδιαίτερη αίσθηση ότι ήμουν εβραία (ενόσω δολοφονούνταν εβραίοι). Ο αδελφός μου, αν και ήταν ακόμα έφηβος, κατετάγη στο στρατό, πολέμησε στη μάχη του Bulge και ήταν ό ένας από τους δύο φαντάρους που επέζησαν από ένα ολόκληρο τάγμα. Επέστρεψε σπίτι με ατελείωτες προσωπικές ιστορίες τρόμου. Οι εικόνες του πολέμου εντυπώθηκαν στο μυαλό μου… Ο πόλεμος τελείωσε το 1945 και εγώ ξεκίνησα τον πίνακα το 1975. Μου πήρε 30 χρόνια… Πέρασα τον επόμενο χρόνο συλλέγοντας υλικό, κάνοντας έρευνα, απασχολώντας στο μυαλό μου μόνο με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δομή του μελλοντικού μου πίνακα….Η ιδέα μου ήταν να πω μία ιστορία, μία αλληγορία του πολέμου, της ζωής…. Ήθελα να φτιάξω ένα έργο βίαιων αντιθέσεων, του καλού και του κακού. Αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τη φωτογραφία της Margaret Bourke-White από την απελευθέρωση του Buchenwald… Ήταν καθαρή επιλογή μου να μην δείξω αίμα ή πληγές. Έχει χυθεί ήδη πολύ αίμα. Δεν ήθελα να προσφέρω εύκολη συγκίνηση στο κοινό. Ήθελα όμως να το σοκάρω. Το έκανα αντιπαραβάλλοντας την εικόνα αυτών που επέζησαν με τις σχεδόν άρρωστα γλυκές πάστες … Ο πίνακας μιλάει για την επιβίωση, το ρολόι θα χτυπήσει σύντομα δώδεκα, αυτοί οι αιχμάλωτοι θα επιβιώσουν, θα απελευθερωθούν και θα συνεχίσουν να λένε την ιστορία τους».