Όταν μπαίνω στους σταθμούς του μετρό της Αθήνας αισθάνομαι σαν να ζω στην ταινία Μετρόπολις του Fritz Lang. Αυτό το ατέλειωτο κοπάδι ανθρώπων που προχωράει αμίλητο προς την καταδίκη του. Δεν θέλω να είμαι μέρος του, γι’ αυτό και προτιμώ να κινούμαι με το λεωφορείο.
Την ταινία την είχα πρωτοδεί το 1984 και την είχα βρει εκπληκτική. Με είχε πραγματικά μαγέψει. Ένα χρόνο μετά, που πήγα στη Νέα Υόρκη, πολλές εικόνες της πόλης μου την θύμισαν. Τα πανύψηλα κτίρια, ο ατμός που έβγαινε από τις τρύπες στα πεζοδρόμια… Ένιωσα σαν να ζω στο μέλλον, σε ένα μέλλον που είχε υιοθετήσει τα καλά στοιχεία της ταινίας.
Σήμερα, δυστυχώς, βλέπω παντού γύρω μου να παίρνουν σάρκα και οστά τα κακά στοιχεία. Ο εγκλεισμός λόγω κορονοϊού, η απομόνωση που δημιουργεί η συνεχής μας ενασχόληση με τα ηλεκτρονικά εργαλεία, ο ήλιος που έχει γίνει επικίνδυνος, τα διαδικτυακά στέκια που μας εξασφαλίζουν πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες χωρίς να πρέπει να σύρουμε τα βήματα μας σε πραγματικά τοπία και κτίρια… Όλα μου δείχνουν ότι η δυστοπία που προφήτεψαν οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας του προηγούμενου αιώνα θα γίνει παρόν πριν προλάβω να μετακομίσω στον άλλο κόσμο.
Το βλέπω και στα μικρά πράγματα. Στα κέρματα και τα χαρτονομίσματα, που έγιναν πλαστική κάρτα, που μπήκαν στο τηλέφωνο μας, και σύντομα θα ενσωματωθούν στο τσιπάκι που θα φοράμε σαν κόσμημα, ίσως και να εμφυτεύσουμε στο σώμα μας. Το βλέπω στην ταχύτητα με την οποία καταστρέφουμε τις παραλίες και τα βουνά, την χλωρίδα και την πανίδα, και μου κάνει εντύπωση που οι φιλόζωοι δεν καταλαβαίνουν ότι η υποχρεωτική στείρωση των κατοικίδιων θα οδηγήσει, αργά ή γρήγορα στον αφανισμό τους.
Κυρίως το βλέπω στα βλέμματα και τις κουβέντες των νέων, που είναι άδεια από όνειρα και οράματα. Ο μόνος τους στόχος μοιάζει να είναι η επιβίωση. Ζούνε αποκλειστικά το «σήμερα», αλλά χωρίς την ευδαιμονία που προσέδιδαν σε αυτό οι χίππις των 60ς και των 70ς.
Αυτά σκεφτόμουνα κοιτώντας τις αφίσες του Μετρόπολις. Η ταινία βγήκε στις αίθουσες το 1927 και ήταν η πιο ακριβή γερμανική παραγωγή ever. Έκανε πάταγο, παίχτηκε σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο και ενέπνευσε δεκάδες καλλιτέχνες να προσαρμόσουν την αφίσα που είχε σχεδιάσει ο Heinz Schulz-Neudamm στα εθνικά και προσωπικά τους δεδομένα. Και μετά οι κόπιες χάθηκαν (μάλλον την εποχή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου), η ταινία ξεχάστηκε, για να ξανακάνει την εμφάνιση της το 1984 μια καινούρια εκδοχή. Από τότε, κάποιος κάπου βρίσκει ένα χαμένο κομμάτι της, και η ταινία ξαναχτίζεται χρόνο με το χρόνο. Και για την κάθε καινούρια βερσιόν εμφανίζεται και μία καινούρια αφίσα.
Από την αυθεντική πρώτη αφίσα λένε ότι σήμερα υπάρχουν μόνο 4 αντίτυπα. Ένα βρίσκεται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και ένα άλλο φημολογείται ότι κατέχει ο Leonardo Di Caprio. Το μεγαλύτερο χρηματικό ποσό στην ιστορία των δημοπρασιών αφισών δόθηκε φυσικά για μία από αυτές. Όμως και οι υπόλοιπες, ειδικά οι γιαπωνέζικες και οι γαλλικές, πιάνουν πολύ υψηλά ποσά.
Για μένα, αποτελούν απλά ένα πανέμορφο και αξιόλογο δείγμα της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης και δημιουργίας, και δεν χορταίνω να τις χαζεύω.

Γαλλία

Η.Π.Α.


Γαλλία

Σουηδία

Τσεχία


δεξιά του Kurt Degen

Πολωνία

του Laurent Durieux (γάλλου)

Γερμανία

Η.Π.Α.




Η.Π.Α.

Η.Π.Α.

του Ken Taylor

Ιαπωνία

Ιαπωνία

Ιαπωνία

Ιαπωνία

Σουηδία


αριστερά του Heinz Schulz-Neudamm, δεξιά Η.Π.Α.

του Greg White, 2014

2002

Πορτογαλλία

Γαλλία

του Boris Bilinsky (ρώσου)


του Boris Bilinsky (ρώσου)
