Κάποτε, τα αγόρια έχαναν δύο με τρία χρόνια από τη ζωή τους υπηρετώντας τη θητεία τους στον ελληνικό στρατό. Οι μνήμες του πολέμου ήταν φρέσκες και η Τουρκία ήταν μία μόνιμη απειλή. Οι νέοι έπρεπε να είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν τα πάτρια εδάφη. Αυτή ήταν η επίσημη εκδοχή. Κάποιοι την αμφισβητούσαν και απέδιδαν το «χάσιμο του χρόνου» στο ότι δεν υπήρχαν δουλειές και με αυτόν τον τρόπο καθυστερούσε η ένταξη των νέων στην παραγωγή.
18χρονα παλικάρια, που δεν είχαν φύγει ποτέ από το χωρίο τους, που ήξεραν μόνο να φροντίζουν τα ζωντανά και τα σπαρτά, βρίσκονταν χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια τους έχοντας συνοδό την ευχή και την ελπίδα των γονιών τους ότι «ο στρατός θα τους κάνει άντρες». Πτυχιούχοι Πανεπιστημίων, αναγκάζονταν να αναβάλουν τα της καριέρα τους και να υπακούουν στις εντολές κάποιου καραβανά, για τον οποίον δεν έτρεφαν καμία εκτίμηση. Οι συνθήκες ήταν σκληρές. Κοιτώνες που βρώμαγαν, λουτρά που διέθεταν μόνο κρύο νερό, νερόβραστο φαγητό, αγγαρείες, βάρδιες, καψόνια. Όλοι νοσταλγούσαν την «ελευθερία» τους.
Μετά τη μεταπολίτευση, σιγά – σιγά ο χρόνος της θητείας μειώθηκε και η κατάσταση στον στρατό βελτιώθηκε, με αποτέλεσμα σήμερα οι στρατιωτικές σχολές να αποτελούν την πρώτη επιλογή για πολλούς μαθητές. Το σίγουρο μηνιαίο εισόδημα είναι ο ένας από τους λόγους που τους οδηγούν σε αύτη την απόφαση. Ο άλλος είναι ότι ο πόλεμος συμβαίνει μόνο στην τηλεόραση, δύσκολα θα βρει τον δρόμο για τη γειτονία τους.
Το μόνο που έμεινε από εκείνη την εποχή, είναι αυτές οι κάρτες που έστελναν οι φαντάροι στις αγαπημένες τους και στις οικογένειες τους. Σχεδόν σε όλα τα στρατόπεδα υπήρχε ένα ταμπλό με μια τρύπα στο κέντρο, συνήθως σε σχήμα καρδιάς, και γύρω της επιγραφές και σχέδια. Ο στρατιώτης έχωνε το σώμα του στην τρύπα, έπαιρνε το βλέμμα που θεωρούσε κατάλληλο, τις περισσότερες φορές σοβαρό στα όρια της βλοσυρότητας, και αφηνόταν στο κλικ του φωτογράφου. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ελληνικό σπίτι χωρίς μια τέτοια φωτογραφία.