Το κείμενο το βρήκα στο Eleftheria online. Το έχει γράψει η ζωγράφος Κούλα Μαραγκοπούλου, αγαπημένη μαθήτρια του Γιώργου Μπουζιάνη, σύζυγος του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού και μία από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του εξπρεσιονισμού και του ιμπρεσιονισμού στην Ελλάδα. Η γραφή της έχει την ίδια ευαισθησία που είχε και το πινέλο της.

«Κάθε καλλιτέχνης, χρησιμοποιώντας τα μέσα που κατέχει δημιουργεί τον κόσμο του. Η ακουαρέλα, από τη φύση της, είναι το ιδανικό μέσο για να απεικονισθεί ο κόσμος του φευγαλέου: το φως που μεταβάλλεται κάθε στιγμή, η φύση που αλλάζει όψη συνεχώς, οι άνθρωποι που έρχονται και φεύγουν.
Ο κόσμος γύρω μας είναι ύλη: γη, νερό, πέτρα. Είναι ένας ωραίος, ένας άσχημος κόσμος. Είναι ένας βαρύς κόσμος, καταδικασμένος από τον αιώνιο νόμο της φθοράς: αυτό, που πριν από λίγο υπήρχε, τώρα δεν υπάρχει, αυτό που αισθανόμαστε τώρα, μετά από λίγο δεν θα το αισθανόμαστε. Με τις αλχημείες και το μαγικό μας ραβδί, το πινέλο, διαλύουμε τα σκοτάδια που περιβάλλουν τη μικρή ζωή μας. Αντιστεκόμαστε στη βαρύτητα του κόσμου που φεύγει και σώζουμε τις πολύτιμες στιγμές αυτής της ζωής: “Η ομίχλη στον Κίσσαβο, εκείνο το Πάσχα του ’64”. “Οι σταγόνες της ξαφνικής μπόρας στην επιφάνεια της λίμνης του Καλλίδρομου”. “Ο καφτός ήλιος στις πέτρες το καλοκαίρι του 1968”.
Η ακουαρέλα, με την αμεσότητα και την έλλειψη πολυλογίας που τη διακρίνει, μπορεί να θρυμματίσει αυτό το φθαρτό κόσμο σε ανάλαφρες και ζωντανές στιγμές αιωνιότητας. Ο χώρος της ακουαρέλας είναι ο χώρος άρνησης της φθοράς, γιατί η δημιουργία του πηγάζει άμεσα από την ψυχή του ζωγράφου, ο οποίος βλέπει σε μια στιγμή το αιώνιο.
Ενώ τα λάδια τα δουλεύω και στο εργαστήριο, την ακουαρέλα τη δουλεύω στο ύπαιθρο. Είναι ένα γρήγορο υλικό και ίσως το πιο δύσκολο. Αποτυπώνω τη στιγμή όπως τη βλέπω κι όπως την αισθάνομαι. Η φευγαλέα φαντασμαγορία που απλώνεται εμπρός στα μάτια των ανθρώπων, θέλω να καθρεφτίζεται στο έργο μου, όπως είναι, όπως την αγαπώ κι όπως τη νιώθω. Δε ζωγράφισα ποτέ τη βροχή ή το απογευματινό φως, αλλά εκείνη τη βροχή, εκείνο το φως, που όμοιό του δεν υπήρξε και δε θα υπάρξει ποτέ, γιατί κι εγώ, όπως αυτό που βλέπω, όπως όλος ο κόσμος, αλλάζω συνεχώς. Ακόμα, δε νιώθω πως δουλεύω διαφορετικά με το ελληνικό φως. Παντού το φως είναι φως. Μπορεί η δουλειά μου και τα ταξίδια μου να είναι κυρίως στην Ελλάδα, όμως με εντυπωσίασε η πατίνα στα παλιά κτίρια της Ισπανίας και τα χρώματα του Λονδίνου, όπως έλαμπαν μέσα στο γκρίζο.
Εχω δουλέψει ακουαρέλα στα δάση, τις θάλασσες, με το κρύο, τις λάσπες, το χιόνι, σε περιόδους που βρισκόμουν σε καλή ή κακή διάθεση και νομίζω πως αυτά περιέχονται στις ακουαρέλες μου. Ο ζωγράφος και το έργο, το έργο και το αντικείμενο, πιστεύω πως πρέπει να γίνονται ένα, σαν δυο καθρέπτες αντικριστοί. Κάποτε, στη δεκαετία του ’60, κάποια συννεφιασμένη μέρα του χειμώνα, δούλευα στην πλατεία ενός χωριού. Είχαν μαζευτεί πάνω απ’ την καρέκλα μου όλοι οι κάτοικοι και παρατεταγμένοι κατά φύλα και ηλικίες με κοιτούσαν. Η ακουαρέλα τελείωνε, όταν έπιασε σιγανή βροχή. Σιγά-σιγά όλοι εξαφανίστηκαν από την πλατεία κι έμεινα μόνη. Βράχηκα, αλλά η ανταμοιβή μου ήταν μεγάλη: ακόμα και σήμερα, μέσα στις γκρίζες και πράσινες ομιχλώδεις κηλίδες ξεχωρίζουν οι άφθονες, σα δάκρυα, σταγόνες της βροχής: το έργο εκείνο το τελείωσε η φύση, που τόσο αγάπησα και τόσο μ’ αγάπησε».
