Διάβασα αυτό το κείμενο στο facebook, στη σελίδα The Jewish Heritage of Greece και μου άρεσε τόσο πολύ. Το υπογράφει ο Χρήστος Καββαδάς.
Μινόρα Σαραγουσή [1900-1978]
Η γιαγιά μου η εβραία. Γεννημένη το 1900, το μικρότερο απ τα τρία κορίτσια της οικογένειας, την βγάλανε Μινόρα. Παιδί του κέντρου, ο πατέρας Γιουσέφ καπνεργάτης, η μητέρα Μποένα στο σπίτι. Στην ηλικία που θα σκεφτόταν το παντρεμένο μέλλον της η πυρκαγιά τα άλλαξε όλα. Βρέθηκε στα εβραίικα της Μαρτίου [Συνοικισμός 6]. Στα είκοσί της ο Έλληνας χριστιανός την άφησε έγκυο, να την παντρευτεί ούτε λόγος, ο Γιουσέφ την αποκηρύσσει, γεννά στα 1921 αρσενικό. Ο γιος είναι γιος. Παίρνει το ελληνικό επίθετό του, ο χριστιανός πατέρας φροντίζει την ανατροφή του και την επιβίωση της μητέρας του. Χριστιανό βαφτίστηκε το παιδάκι, χριστιανή και η μητέρα στα 1928 στην εκκλησία εκείνη της Εγνατίας που την είχαν για αυτούς που ασπάζονται την ορθή πίστη. Ο μικρός μεγάλωσε αρκετά καλά, δεν του έλειψε τίποτα μάλλον, φρόντισε ο πατέρας του, δεμένος πολύ όμως με την μητέρα, την ανύπαντρη εβραία. Στην ηλικία του πολέμου δεν πήγε φαντάρος, κάποιοι φίλοι του σκοτώθηκαν. Σαν γιος εβραίας, άρα εβραίος, κατανοεί ότι κάτι πρέπει να κάνει για να επιβιώσουν. Λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί, στις 3/4/1941 και ώρα 7 μ.μ., οδηγεί τον πατέρα του στην εκκλησία, αυτός απέξω, στα 41 της παντρεύεται η μάνα του. Βαφτισμένη και παντρεμένη η μάνα του κρύβει την εβραϊκή της καταγωγή.
Στα χαρτιά της μόνο ορθόδοξα ονόματα διαβάζεις, απ αυτά που γιορτάζουν στις γιορτές των αγίων. Από την εβραϊκή οικογένεια η μάνα έχει πεθάνει, ο πατέρας ανήμπορος, οι αδελφές της προ πολλού έχουν αποκαταστήσει τις σχέσεις με τη Μινόρα, το αίμα ενώνει. Η μια αδελφή καλοπαντρεμένη με άνδρα πλούσιο έκανε παιδιά, η άλλη δεν παντρεύτηκε. Στο μάζεμα η Μινόρα δεν κινδύνεψε. Ο γιος πήρε την διαβεβαίωση από τον ίδιο τον Γεννάδιο: «Είναι δικιά μας, μη φοβάσαι». Όταν φεύγανε οι εβραίοι με τα τρένα, η Μινόρα πρότεινε στην αδελφή της που είχε μικρό παιδί, «εκεί στην Πολωνία που θα πας άσε το εδώ μαζί μου, όταν ξαναγυρίσετε θα το βρεις, μην το ταλαιπωρείς, θα μεγαλώσει μαζί μου. Παρέα μου και συντροφιά μου και αίμα μου θα ναι», δεν την έπεισε. Αυτό το μωρό σκεφτότανε αργότερα, πολύ αργότερα, όταν η ιστορία χώνεψε την εξολόθρευσή τους απ την πόλη. Αυτό το παιδάκι μπορούσε να σωθεί. Κανείς δεν σώθηκε. Στο σπίτι ελληνικά δεν μιλούσε καλά, αγράμματη, στην ντουλάπα της χαρτάκια με τηλέφωνα που τα ξεχώριζε, απορούσα πώς, με έβαζε να της διαβάζω τα γράμματα στα έργα, βαριόμουνα. Στα τούρκικα συνεννοούνταν με την μικρασιάτισσα νύφη της, τα λαντίνο της δεν τ άκουσα ποτέ απ το στόμα της. Ψέματα. Μια φορά τη ρώτησα αν ξέρει κανένα τραγούδι. Μέχρι τότε δεν την είχα ακούσει να τραγουδάει. Με κοίταξε κι άρχισε με φωνή που δεν ήξερε να κάνει γλύκες, τρεις νότες να πιανε το πολύ, άρχισε κάτι σαν τραγούδι. Σα νανούρισμα με φάνηκε, μπορεί και νάτανε, ακατάληπτες λέξεις σε μένα, σε μένα που τότε άκουγα Ντιπ Περπλ κι ήταν αλλού τα μυαλά. Δεν της ξαναζήτησα, άλλο που δεν ήθελε, πέθανε στα χέρια του παιδιού της. Όσο μπόρεσα φώτισα λίγο το πρόσωπο της γιαγιάς μου, της Μινόρας Σαραγουσή, εγώ ο κατά ένα τέταρτο εβραίος.