Skip to content

VALIA'S SCRAPBOOK

Menu
  • ΑΝΘΡΩΠΟΙ
    • ΘΗΛΥΚΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ
    • ΔΥΟ Ή ΤΡΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΞΕΡΩ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ
    • ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΕΣ
    • ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΟΙ
    • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
  • ΤΟΠΟΙ
    • ΑΘΗΝΑ
    • ΕΛΛΑΔΑ
    • ΕΥΡΩΠΗ
    • ΑΜΕΡΙΚΗ
    • ΑΣΙΑ
    • ΑΦΡΙΚΗ
  • ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
    • ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ
    • ΑΡΩΜΑ ΝΑΦΘΑΛΙΝΗΣ
  • ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑΤΑ
    • ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ
    • ΤΟ ΕΖΗΣΑ ΚΙ ΑΥΤΟ
    • ΦΑΕΙΝΕΣ ΙΔΕΕΣ
    • ΦΩΤΕΙΝΟΣ ΠΑΝΤΟΓΝΩΣΤΗΣ
  • ΚΛΠ
    • ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΥΤΡΟ
    • ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ
    • ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ
    • ΨΑΡΕΜΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
    • ΤΟ ΔΕΚΑ ΤΟ ΚΑΛΟ
  • ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ
Menu

Η μετανάστευσις μου εις την Μαδαγασκάρην (μέρος 3ο) Ημερολόγιο Χρίστου Μελή (1901-1907)

Posted on August 15, 2025September 11, 2025 by skourtsi

Ο παππούς μου ο Χρίστος ήταν το τρίτο από τα αδέλφια που ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι  για μια καλύτερη ζωή στην Μαδαγασκάρη, άλλα έφτασε δεύτερος. Ο μικρότερος αδελφός του Αναστάσης αναγκάστηκε να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αίγυπτο μέχρι να αποκτήσει αρκετά χρήματα για να συνεχίσει το δικό του ταξίδι.

ΤΑ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΜΟΥ

   Εγεννήθην το 1881 από ευσεβείς γονείς, τον Αθανάσιον Νικολάου Μελήν και την Ελένην γένους Χαϊδούτη. Εγώ είμαι ο πέμπτος υιός, τον οποίον με εβαστούσαν οι γονείς μου εις το σπίτι και τους φύλαγα αρχικώς τα βόδια, από επτά ετών μέχρι δεκατριών ετών. Κατόπιν μου έδωσαν δέκα προβατίνες να φυλάττω επί πέντε έτη συνεχώς, και από δέκα προβατίνες έγιναν εξήκοντα πέντε. Έφθασα εις ηλικίαν δεκαοκτώ ετών και είχα μείνει αγράμματος. Θεού θείας θέλησης, μου επήλθεν ιδέα να μάθω λίγα γράμματα, τα οποία θα μου χρειαστούν δια το μέλλον μου. Επόμενον να μεταναστεύσω και τα γράμματα θα μου χρησιμεύσουν.

Ο πατέρας του Αθανάσιος, η μητέρα του Ελένη, και στο κέντρο το σπίτι της οικογένειας στο Νεοχώρι

 Απεφάσισα μόνος μου και επώλησα τα πρόβατα με όλα τα αρνιά εις τον θείον Κυριάκον Χαϊδούτην με την επιφύλλαξιν, εάν οι γονείς θελήσουν και του τα πάρουν, να επιστρέφονται τα χρήματα, τα οποία εδόθησαν εις τον ηγούμενον Ιωσήφ των Βαρσών1[1] προς φύλαξιν και βεβαίωσιν της πωλήσεως. Όπου οι γονείς εστενοχωρηθήκαν υπερβολικά.

   Εγώ την επομένην, όπως ήμουν με την ενδυμασίαν του τσοπανάκου επήγα εις το σχολείον[2], όπου ηύρον τον διδάσκαλον Κοσμά Κοσμόπουλον, από χωρίον Βερζοβά[3], με τον οποίον είχαμε μαλώσει προ πέντε μηνών, εις σημείον να στείλει όλα τα παιδιά του σχολείου να με πιάσουν, καθώς και αυτός με το μπαστούνι του με εφοβέριζεν και ήρχετο τρέχοντας να με πιάσει. Εγώ τσοπάνος, έτος 1899, μήνας Οκτώβριος, οπλισμένος με δίκανον μπιστόλα, χωρίς να χάσω ψυχραιμίαν άφησα τον διδάσκαλον και επλησίασεν μόλις εκατόν μέτρα και, ενώ ευρίσκονταν πρόθεν μου όλα τα παιδιά, πλέον των εκατό, παιδιά μικρά και μεγάλα, έβγαλα την δίκανην μπιστόλα και ετράβηξα την μίαν κάνην εις τον δάσκαλον. Όπου, κατά κακήν μου τύχην, με το άνοιγμα του κόκκορα έφυγεν το καψίλι και ο δάσκαλος έπεσεν με την κοιλιά χάμου. Εις ένα τρόχαλον[4] τα παιδιά εσκορπίσθησαν και έφυγαν δια το σχολείον. Πλήσιον δε είναι το πηγάδι του Σούλου, όπου ήταν πολλές γυναίκες δια να πάρουν νερό, και, όταν είδαν το τοιούτον μετά του δασκάλου, έτρεξαν να με εμποδίσουν και ούτω εσώθη ο δάσκαλός. Παρέλειψα τας ενεργείας του δασκάλου προς τιμωρίαν μου. Με εμήνυσεν εις την Αστυνομίαν και με κατεδίωξεν με αρκετόν νερόν. Δεν ημπόρεσεν να με συλλάβει η Αστυνομία.

   Έρχομαι μετά παρέλευσιν πέντε μηνών. Τον μήναν Μάρτιον του 1900 τον επισκέφθην εις το σχολείον. Ηύρον τον κον Κοσμά Κοσμόπουλον, διδάσκαλον, και του είπα με δάκρυα: «Δάσκαλέ μου, ήλθα να με μάθεις λίγα γράμματα, θα με σώσεις και να με συγχωρέσεις δια τας ανοησίας μου». Αυτός απέφευγε να μου ομιλήσει. Θεωρούσεν ότι εγώ αστειευόμουν και ειρωνευόμουν τον διδάσκαλον. Μου είπεν να φύγω και να τον αφήσω ήσυχον. Ευρέθην εις μεγάλην στενοχώριαν και απελπισίαν, από τους γονείς μου καταδιωκόμενος, επίσης και από τον διδάσκαλον. Εδάκρυσα και εβγήκα έξω από το σχολείον, επειδή ο δάσκαλος παρέδιδε μαθήματα εις τα παιδιά Π.Μ.[5] Εκάθησα έξω έως την δωδεκάτην ώραν, όπου έφυγαν τα παιδιά και έμεινεν μόνος του ο δάσκαλος και τον επλησίασα. Του επαρέστησα ότι επούλησα τα πρόβατα και έχω απόφασιν να μάθω λίγα γράμματα δια να φύγω δια το εξωτερικόν, όπου με ερώτησεν εάν γνωρίζω την άλφα. Εγώ δεν εγνώριζον το αλφάβητον.

   Το απόγιομα μου έγραψεν το αλφάβητον εις τον πίνακα να το γράψω και το έγραψα, καθώς και μου το εδιάβαζεν και το εδιάβαζα χωρίς να γνωρίζω τα ψηφία. Την επομένην έβαλε κάποιο παιδί και με εδιάβασεν εις μακρόν βιβλία και το Αλφαβητάρι, και όλα όσα μου έλεγεν, εγώ όλα τα εμάνθανα. Και μετά ολίγας ημέρας ήλθεν έτερος δάσκαλος, ο Β. Κοσμάς, όπου με εφώτησεν επί τρείς μήνας. Έμαθον τας μικράς τάξεις μέχρι Δευτέρας και με επροβίβασαν από Δευτέραν εις Τρίτην τάξιν. Όπου εν τω μεταξύ είχε αλλάξει και ο δάσκαλος Κοσμάς Κοσμόπουλος. Αντ’ αυτού ήλθεν ο Ν. Μπαμπανικολάου, ο οποίος με ενδιαφέρον με εφώτησεν εις ό,τι του εζήτησα, προπαντός δια τους λογαριασμούς. Αλλά έμεινα δύο μήνες μόνον. Είχα δε τόσην αφοσίωσιν, όπου με την παράδοσιν τα έπαιρνα.

   Τον μήνα Μάρτιον του 1901 ανεχώρησα με Αλέξανδρον Παπατζημούρην δια την Μαδαγασκάρην. Μας κατευόδωσεν ο αδελφός μου Νικόλαος εις τον Πειραιάν και εκείθεν δια Πόρτο Σάιντ. Μας παρέλαβεν ο κος Δημήτρης Λαρδίκος. Εμείναμεν 11 ημέρας και κατά κακήν μας τύχη να μην παίρνουν επιβάτες τα μεσαντζερή βαπόρια δια Μαδαγασκάρην, διότι είχον καραντίναν. Μας έστειλαν με φορτηγόν βαπόρι γερμανικόν, όπου εδώσαμεν μόνο μία λίρα και εκάναμεν δύο ημέρες ταξείδι έως Ταματάβα, εις το παράλιον της Μαδαγασκάρης.

Στο Πορτ Σάιντ, ο Χρίστος (αριστερά) και ο Αλέξανδρος Παπατζημούρης (δεξιά) συνάντησαν τον μικρότερο αδελφό του Χρίστου, Αναστάση (κέντρο), Μάρτιος 1901

  Όπου εβγήκαμεν έξω εις την πόλιν Ταματάβα και δεν εγνωρίζαμεν κανέναν. Οι χαμάληδες[6] μας επήγαν εις ξενοδοχείον φαγητού, ιταλικόν, και μόλις εγνώριζεν ένας λίγας λέξεις ελληνικάς, αλλά δεν ημπορούσαμεν να συνεννοηθούμεν. Εφάγαμεν το μεσημέρι και το απόγιομα είμεθα απελπισμένοι μην γνωρίζοντας τι να κάνομεν. Από αδελφόν Δημήτριον είχαμεν επιστολήν εις Πόρτο Σάιντ, ότι θα μας παραλάβει ένας μαύρος με μούκουλα[7], ονόματι Φιντέλ, και είχαμεν και επιστολήν να του δώσωμεν, την οποίαν μας είχε στείλει ο Δημήτρης εις Πόρτο. Μέχρι τις πέντε η ώρα το απόγιομα δεν εκατορθώσαμεν να μάθωμεν τον άνθρωπον όπου είχαμε συστηθεί, ονόματι Φιντέλ, και εσκεπτόμεθα να μεταφέρωμεν τα ρούχα μας εις ξενοδοχείον ύπνου. Εν τω μεταξύ, όπου ευρισκόμεθα εις απελπισίαν, βλέπομεν να περνάει ένας μαύρος με μούκουλα και παχειά χείλη, όπως μας τον επαρέστησεν ο Δημήτρης εις την επιστολήν του. Ετρέξαμεν με μίαν φωνήν «Φιντέλ», όπου επέστρεψεν και μας επλησίασεν και μας έδωσεν επιστολήν του Δημήτρη, καθώς και εμείς του εδώσαμεν την επιστολήν και δεν ηδυνάμεθα να συνεννοηθούμεν με αυτόν, αλλά ούτε αυτός ηδύνατο. Η επιστολή του Δημήτρη μας εκαθοδηγούσεν πως θα ταξιδεύσωμεν δια ξηράς.

Το τελωνείο της Ταματάβα

Ο Φιντελ μας επήγεν εις έναν έλληναν, ονόματι Παναγιώτην Στρατηγάκην, ο οποίος ήτο γραφιάς εις το Τελωνείον. Μας επήρεν εις το δωμάτιον του και εμείναμεν τρεις ημέρας, όπου ετοιμαστήκαμεν και αναχωρήσαμεν από Ταματάβα δια Ταναναρίβη. Επήραμεν 8 μαύρους και μίαν φιλαντζάνα2. Οι μεν 4 δια τα μπαούλα μας και ρούχα μας, οι δε άλλοι 4 να μας μεταφέρουν με την φιλαντζάναν, αλλά μας εζήτησαν πολύ ακριβά, 500 φράγκα όλοι, και επήραμεν μόνο τους 4 δια τα ρούχα μας και εμείς οδοιπορείαν εταξιδεύσαμεν 9 ημέρες. Επεράσαμεν ποτάμια με μονόξυλα, καθώς και μικρά ρυάκια πολλά. Μας επερνούσαν οι μαύροι εις τον ώμον τους. Εκουραστήκαμεν πάρα πολύ και τα παπούτσια μάς εκτύπησαν και ενερούλιασαν τα πόδια μας. Την δέκατην ημέραν, πρωί, ώρα 8μιση, εφθάσαμεν κατάκοποι και ελεεινοί από δύο μήνες ταξείδι. Εφθάσαμεν εις το μαγαζί του Δημήτρη, όπου μας είδεν άξαφνα, χωρίς να έχει καμίαν είδησιν ότι επηγαίνομεν τας αυτάς ημέρας. Εμείναμεν εις το μαγαζί του Δημήτρη.

Το μαγαζί του Δημήτρη

   Ο Αλέξανδρος Τζημούρης επήγεν εις τον κον Ανδρ. Βενετσανόπουλον, εγώ έμεινα εις το μαγαζί του Δημήτρη δέκα μήνες και μετά μου έκαμεν μαγαζί εις συνοικίαν Αντανιμένα να πωλώ χονδρικώς. Όπου δεν ήτο ικανοποιητικόν το χονδρικώς εις μποτίλιας και διάφορα ποτά και έμεινα έξι μήνες. Εν τω μεταξύ, ευρέθη πλησίον άλλο μαγαζί να πωλείται, με άδεια να πωλεί λιανικώς ένας μαύρος κρεολός ονόματι Ζήλον. Το αγοράσαμεν το μαγαζί, εννοείται το εμπόρευμα, και ενοικιάσαμεν την άδειαν του δια πέντε έτη, ενοίκιον φράγκων 3.000, όπου ηργάσθην μόνο τρείς μήνες. Πολύ καλά επήγαινε η δουλειά μου και ικανοποιήθην. Βλέποντες οι πατριώτες μας Χαράλαμπος και Ιωάννης Κατσογιάννηδες επήγαν εις την Δημαρχίαν και ανέφερον, ότι παρανόμως επωλήθη η άδεια του μαύρου προς εμέ και δεν είχε πληρώσει τις υποχρεώσεις του ο μαύρος κρεολός εις την αγοράν όπου εχρεωστούσε. Η δημαρχία διέταξεν και μου έκλεισαν το μαγαζί και με επήγαν εις δικαστήριον. Το δικαστήριον με αθώωσεν, να ανοίξω το μαγαζί και το συμφωνητικόν είναι εντάξει. Η δε δημαρχία επ’ ουδενί να μου επιτρέψουν να ανοίξω, και εκλείσαμεν. Εστενοχωρήθην και υπερβολικως ησθένησα. Επιστρέφω πάλι εις το κατάστημα του Δημήτρη και έμεινα ένα έτος, όπου, δια της υποστηρίξεως του αδελφού Δημητρίου, μου αγόρασεν 5 κάρα και 30 βόιδια και ήρχισα να ταξιδεύω από Ταναναρίβη εις Μαχατσάρα, πρώτη παραλιακή πόλη της Ταναναρίβης, 24 ημέρες ταξείδιον.

Τα κάρα του Χρίστου μπροστά από το μαγαζί του Κωνσταντίνου Κατσογιάννη

   Εις πρώτον ταξίδι επήρα τον Αλέξανδρον Τζημούρην, όπου εταξιδεύσαμεν κατά κακήν μας τύχην και εφθάσαμεν εις Μαχατσάρα. Αφήσαμεν κάρα και βόιδια και με τα μονόξυλα  μέσω του ποταμού επήγαμεν εις Αντεβοράντο να ψωνίσομεν εμπορεύματα, ζάχαρη, ρόμια[8], κονιάκ και κρασιά εις βαρέλια. Όπου επήγαμεν, εψωνίσαμεν και τα εβάλαμεν εις τα μονόξυλα και τα μεταφέραμεν εις Μαχατσάρα και εφορτώσαμεν τα κάρα και αναχωρήσαμεν. Από Μαχατσάρα εταξιδεύσαμεν τρεις ημέρες εως Μπεφορόνα. Έγινεν μεγάλος ανεμοστρόβιλος και εκατέστρεψεν τον δρόμον και τις γέφυρες, όπου ήτο αδύνατον να ταξιδεύσωμεν. Ευρισκόμεθα εις μεγάλον δάσος, μακράν από χωριό. Συγκοινωνία εκόπη και εμπρος και πίσω. Εμείναμε εντός του δάσους έντεκα ημέρες με δίχως ψωμί. Ετρώγαμεν μόνον ρύζι βρασμένον και εκοιμόμουν εις ένα κάρο, επάνω εις τα βαρέλια. Νύκτα και ημέρα, από βροχή τα κάρα ήσαν έως τα λεοφέρια[9] εσκεπασμένα με μουσαμάδες. Εις το μέρος όπου ευρισκόμεθα είχον σταματήσει 400 καροτσάκια τα οποία έσυρον οι μαύροι, καθώς και άλλα κάρα με βόιδια και με μουλάρια. Σειρά 3 χιλιόμετρα. Ήλθεν μηχανουργείον και έκαμεν γέφυραν ξύλινην, 250 μέτρα μήκος, και επεράσαμεν τα κάρα, και μετά δύο μήνες ταξείδι εφθάσαμεν εις Ταναναρίβη ελεεινοί και τρισάθλιοι, ιδίως εγώ, διότι ο Παπατζημούρης έφυγεν ενωρίτερα και με εγκατέλειψεν. Επιβαρύνθην ουκ όλην την ζημίαν. Εις το δεύτερον ταξίδι ανέλαβα εγώ μόνος μου και ηγοράσαμεν και άλλα κάρα και αμάξια, εν’ όλον εικοσιδύο, και 150 βόιδια, όπου τα ηργάσθην επί δύομισυ έτη με κακουχίες απερίγραπτες μέχρι το 1905.

Ο Χρίστος (μπροστά αριστερά, με το κοστούμι και το χέρι ακουμπισμένο στο τιμόνι του ποδήλατου) και τα τροχοφόρα του

  Ένοίκιασα ένα μαγαζί εις Σαμπούτσι Ανγκάβο, όπου εγένετο η σιδηροδρομική γραμμή, και εκεί κακώς του κακού. Αφού εγκατεστάθην και ήνοιξα το μαγαζί και η δουλειά επήγαινε καλά και ηργάσθην τέσσερεις μήνες, γίνεται μέγας ανεμοστρόβιλος, όπου κατέστρεψεν περιοχήν 160 χιλιόμετρων, και επέστρεψαν όλοι οι εργάτες εις την χαλασμένην γραμμήν, και εις το μέρος, όπου είχα το μαγαζί, δεν έμεινεν κανένας από τους 15.000 άνδρες. Ηναγκάσθην να πουλήσω τα εμπορεύματα και το μαγαζί, καθώς και τα κάρα, τα οποία εβαστούσεν δια λογαριασμόν μου ο Δημήτρης, και επήγα και έμεινα εις το μαγαζί του έξι μήνες, από τον Οκτώβριον του 1906 μέχρι τον Απρίλιον 1907, όπου ο Δημήτρης έκαμεν ταξείδι εις Ελλάδαν χάριν υγείας.

Ο Χρίστος (δεξιά) με τον Αναστάση (κέντρο) και τον Βασίλη Λιγκρή (αριστερά), 1903

   Έμεινα σύνολον εξίμισυ έτη. Ο Δημήτρης επέστρεψεν τον Απρίλιον, όπου εγώ αναχώρησα δια την ωραίαν πατρίδα…[10]


[1] Εννοεί την ιερά μονή Αγίου Νικολάου στο όρος Κτενιάς, 11 χιλιόμετρα από την Τρίπολη

[2] Εννοεί το σχολείο του Νεοχωρίου

[3] Βερζοβά = το σημερινό Παρθένι Αρκαδίας

[4] τρόχαλον = τρεχαλητό

[5] Π.Μ.= πρωινών μαθημάτων. Υπήρχαν και τα απογευματινά τμήματα.

[6] χαμάλης= αχθοφόρος

[7] μούκουλα = φουσκωτά μάγουλα

[8] ρόμια=ρούμια

[9] λεοφέρεια = ο σιδερένιος σκελετός της οροφής των κάρων

[10] Ο Χρίστος Μελής δεν ξαναπήγε ποτέ στην Μαδαγασκάρη. Στο ταξίδι της επιστροφής, είχε φέρει μαζί του σπόρους από φελλόδεντρα, τα οποία φύτεψε στο πάρκο της Κάρτσοβας στην Τρίπολη, όπου υπάρχουν ακόμα. Στην αρχή συνεταιρίστηκε με τον αδελφό του Νίκο στην Τρίπολη και το 1910 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, στην οδό Αδριανού στο Μοναστηράκι, και άνοιξε επιχείρηση σιδηρικών στην Ηφαίστου. Πέθανε το 1982 σε ηλικία 101 ετών.

Η ανηψία μου Τίτα Σκουρτσή μπροστά από τα φελλόδεντρα που φύτεψε ο παππούς μου στο πάρκο της Κάρτσοβας

ΚΕΡΑΣΕ ΜΕ ΕΝΑΝ ΚΑΦΕ

19ος αιώνας 1910s 1940s 1950s 1960s 1970s 1980s Aids airbnb Alice Neel Aline Smithson Andy Warhol art deco Audrey Hepburn Belsen Bob Mizer Charles Bukowski David Bowie Dead Moon Ekaterina Taranakova Eric Clapton Fred Cole Gil Scott-Heron Ginger Baker Hans Christian Andersen hip hop HIV Jarvis Cocker Jeff Bridges Lifo Louis Armstrong Lussaki Man Ray Margaret Bourke-White Mark Abrahams Mott the Hoople Peter Cushing Philippe Halsman rap Red Hot Chili Peppers Reese Witherspoon Roger Waters Rolling Stones Salvador Dali The Kinks The Last Drive The Rolling Stones The Runaways The Velvet Underground The Who Velvet Underground Αθήνα Αιγαίο Αλίκη Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης «Σοφία Λασκαρίδου» Β' Παγκόσμιος Πόλεμος Εβραίοι Λέσβος Λουκία Τζωρτζοπούλου Μαρία Καλλιπολίτη Μελίνα Μερκούρη Μεμάς Σκλάβος Μεταπολίτευση Μύκονος Νίκος Σπυρόπουλος Ολοκαύτωμα Παρίσι Σπυριδούλα Χριστίνα Δάρρα Χριστούγεννα έλληνες μετανάστες απόδημος ελληνισμός αρχιτεκτονική αφίσα γειτονιά γλυπτική διαφήμιση εικονογράφηση ελληνίδες ζωγράφοι ελληνικά νησιά ελληνική μόδα ζωγραφική καρτ ποστάλ κινηματογράφος κόμικς μεγενθυτικός φακός μετανάστευση μινιατούρα μουσική μόδα ναΐβ οριεντάλ παλιές διαφήμισεις πορσελάνη ροκ σεξ τουρισμός φυλετικό ζήτημα φωτογραφία χαρτοκοπτική

Η μουσική της κόρης μου
© 2025 VALIA'S SCRAPBOOK | Powered by Superbs Personal Blog theme