Υπήρξαμε για λίγο βασιλιάδες του κόσμου. Νέοι, ωραίοι, έξυπνοι και ταλαντούχοι. Αφήναμε πίσω μας μία δικτατορία που μας απαγόρευε να έχουμε μακριά μαλλιά, να φοράμε μίνι φούστες, να ακούμε, να βλέπουμε και να διαβάζουμε ό,τι μας άρεσε, και ξεκινούσαμε ένα ταξίδι μαγικότερο κι από αυτό του Νιλς Χόλγκερσεν. Ήμασταν μία παρέα που χώραγε τους πάντες. Από τον πατατέμπορα της λαχαναγοράς μέχρι τον χίπστερ ηθοποιό που είχε περάσει το προηγούμενο βράδυ στο Studio 54 της Νέας Υόρκης. Γεμίσαμε τους κινηματογράφους τέχνης, αδειάσαμε τα ράφια των εναλλακτικών βιβλιοπωλείων, δώσαμε ζωή σε πλατείες. Οργανώσαμε πάρτι και μεταμεσονύκτιες προβολές. Στήσαμε περιοδικά, παραστάσεις, φεστιβάλ. Χωρίς σπόνσορες και χορηγούς, με μόνο όπλο τη φαντασία μας που έτρεχε με την ταχύτητα του φωτός. Στα τραπέζια των μπαρ και των καφενείων στήναμε ομάδες και μοιραζόμασταν όνειρα και φόβους. Η δημιουργία ήταν αυτό που ανέβαζε την αδρεναλίνη μας, και οι περισσότερες ιδέες μας αποκτούσαν εύκολα στερεά μορφή. Γυρίσαμε ταινίες με τους φίλους μας, κάναμε μόνοι μας τη μουσική μας δίσκους, τα γραπτά και τις ζωγραφιές μας βιβλία και περιοδικά.
Καθυστερήσαμε όσο μπορούσαμε την ένταξη μας στην «παραγωγή». Με ατέρμονες σπουδές και αντίστοιχα ταξίδια. Με ένα σακίδιο στην πλάτη επιβιβαζόμαστε στο interail, στο πλοίο της άγονης γραμμής, χωρίς προορισμό. Πέφταμε για ύπνο με το sleeping bag κάτω από κάποιο δέντρο σε μία απίστευτη παραλία στη μέση του πουθενά και ,όταν ξυπνάγαμε το πρωί, βρίσκαμε δίπλα μας ένα ποτήρι γάλα και λίγες ντομάτες που είχε αφήσει η γριούλα που έβοσκε τα πρόβατα λίγο παραπέρα. Χωρίς δραχμή στην τσέπη, γράψαμε άπειρα μίλια στο κοντέρ, γευτήκαμε τη ζωή μαγευτικών πόλεων, βρίσκοντας καταφύγιο το βράδυ σε κάποιο φιλικό φοιτητικό δωμάτιο ή youth hostel.
Βουλιάξαμε στον κόσμο των βιβλίων και της γνώσης. Συνδυάσαμε τις σπουδές της Ιατρικής με τη Σκηνοθεσία, τα Οικονομικά με την Ηθοποιία, τη Γεωπονική με τη Μουσική. Ακροβατήσαμε πάνω στα τεντωμένα σκοινιά του νου και καταλήξαμε σε διδακτορικά με θέμα το Λευκό στην Τέχνη. Ο στόχος μας ήταν να βρούμε τους εαυτούς μας, να μαζέψουμε εμπειρίες, να ομορφύνουμε τον κόσμο γύρω μας.
Όχι ότι ζούσαμε μια άνετη ζωή. Κάναμε δουλειές του ποδαριού για να τα βγάζουμε πέρα και «χορταίναμε» με την ελπίδα. Στη διαδρομή πολλοί χάθηκαν από τα ναρκωτικά, που ξεκίνησαν σαν ένα παιχνίδι αυτογνωσίας και κατέληξαν ένα κύμα που σάρωσε ευαισθησίες και ανθρώπους. Κάποιους μας τους πήραν τα μηχανάκια και ο καρκίνος. Ήμασταν η πρώτη νέα γενιά μετά από αυτήν της κατοχής που συναντήθηκε τόσες φορές σε νεκροταφεία.
Ήμασταν όμως ευτυχείς. Ρεαλιστές που ζητούσαν το αδύνατο και πίστευαν ότι μπορούσαν να το πετύχουν. Παιδιά του Μάη του ’68 που πίστευαν ότι τα λιβάδια με τις φράουλες είναι παντοτινά.
Κι ύστερα, ξαφνικά, στις 18, αποκτήσαμε σοσιαλισμό. Και εμείς γίναμε ανάρπαστοι. Οι ιδέες μας ήταν το καλύτερο περιτύλιγμα για τα lifestyle προϊόντα τους. Όσοι γράφαμε, φωτογραφίζαμε, ζωγραφίζαμε, βρήκαμε καλοπληρωμένες δουλειές σε περιοδικά και διαφημιστικές εταιρείες. Δήμοι, ημικρατικοί φορείς, μη κυβερνητικές οργανώσεις, γραμματείς και φαρισαίοι, μαζέψανε τους σκηνοθέτες, τους μουσικούς, τους ηθοποιούς, τους εικαστικούς. Κάθε κρανίου τόπος απέκτησε το πολιτιστικό του τμήμα. Και εμείς πανευτυχείς, που κάναμε το κέφι μας, και πληρωνόμασταν κι από πάνω. Απολαμβάναμε πλήρη ελευθερία κινήσεων και η κοινωνία μας αντιμετώπιζε πια σαν celebrities και όχι σαν rebels without a cause.
Τα πρώτα σύννεφα δεν άργησαν να φανούν. Η τάδε μάρκα τσιγάρων ή προφυλακτικού έπρεπε να «ενταχθεί λειτουργικά μέσα στο έργο μας». Το έργο έπρεπε να προσαρμοστεί στα «τοπικά ήθη και έθιμα». Συμβιβασμός και ίντριγκες, λέξεις που γράφονταν για πρώτη φορά στο λεξιλόγιο μας. Άρχισαν οι πρώτες αποχωρήσεις. Επιφανή μυαλά βρήκαν δουλειές στο περιθώριο της κοινωνίας, ίσα να βγάζουν τα προς το ζην και να χαίρονται ένα βιβλίο, μία ταβέρνα, ένα ταξίδι μια στο τόσο.
Σιγά-σιγά, η πραγματικότητα αποκαλύφτηκε. Ήμασταν τα τραπουλόχαρτα, τα καρέ και τα φλος ρουαγιάλ, σε μία παρτίδα που παίζονταν τα λεφτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διάφοροι καρεκλοκένταυροι έχτιζαν παλάτια με πισίνες και μοίραζαν σε μας τα ψίχουλα. Ανάμεσα τους και πολλοί φίλοι μας, με τους οποίους είχαμε σηκώσει μαζί πανό σε κάποια διαδήλωση ή είχαμε αδειάσει ποτά και γεμίσει τασάκια κάνοντας κοινά όνειρα. Άνθρωποι που πληρώνονταν από το κράτος για να κάνουν «αριστερή» πολιτική. Οι πιο «προχώ» αριστεροί της γενιάς μας στελέχωσαν υπουργεία, κρατικούς φορείς και έγιναν σύμβουλοι της κυβέρνησης. Όμορφα μυαλά βυθίστηκαν στο βούρκο της ελληνικής τηλεόρασης. Άλλοι κατέθεσαν τις ψυχές τους στο χρηματιστήριο της αρπαχτής και της λαμογιάς. Όλοι μαζί άντλησαν και τις τελευταίες σταγόνες νερού.
Και το πηγάδι στέρεψε. Rien ne va plus. Ταπί και ψύχραιμοι. Όλοι αυτοί που έπαιξαν το παιχνίδι, δεν έχουν πρόβλημα, θα συνεχίσουν να επιβιώνουν, αφού το παιχνίδι συνεχίζεται, απλά οι λέσχες έγιναν prive. Με τους υπόλοιπους τι γίνεται που έχουν κλειστεί στα σπίτια τους και επικοινωνούνε μόνο μέσω facebook και twitter. Σαν τον Bruce Willis στο Surrogates, γερασμένοι και ξαπλωμένοι σε ένα κρεβάτι, έχουν αμολήσει στους δρόμους του διαδικτύου μία νεανική ρομποτική εκδοχή του εαυτού τους.
Όσοι στο κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής, δεν διάλεξαν το δρόμο του δημοσιουπαλληλισμού, αυτοί τη στιγμή είναι άνεργοι . Όσοι δεν είχαν στόχο να κάνουν περιουσίες, αλλά να ζήσουν μία όμορφη, μετρημένη ζωή, στα πλαίσια της καταραμένης κομμουνιστικο-χριστιανικής ηθικής που μας μεταδώσανε οι γονείς μας, δεν έχουν σήμερα κομπόδεμα για να πληρώσουν χαράτσια ή να βοηθήσουν τα παιδιά τους να βρουν το δρόμο τους. Ένα πιάτο φαΐ θα βρεθεί, η απελπισία όμως πως γιατρεύεται; Γίνονται άπειρες τσάμπα παραστάσεις και εκδηλώσεις σε ολόκληρη την πόλη και δεν πατάει κανείς. Όπως λέει και η ποιήτρια, χτίσανε γύρω από τους εαυτούς τους ένα φράκτη από συρματόπλεγμα και εξέταση που κανείς δεν μπορεί να τον σπάσει με κατάρα, γροθιά, απειλή ή έστω αγάπη.
Δεν περίμενα ποτέ η πολιτεία ή τα media να σκύψουν πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους. Άλλωστε οι ίδιοι δεν επεδίωξαν ποτέ την ανταμοιβή. Οργίζομαι όμως να τους βλέπω να παρουσιάζονται από τα media ως γραφικότητες της σύγχρονης εποχής. Και δεν τσαντίζομαι τόσο με αυτούς που κάνουν τα θέματα, όσο με τους ίδιους τους φίλους μου που επιτρέπουν στους εαυτούς τους να φωτογραφίζονται με τις παντόφλες σε σκηνικά παρακμής.
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην ηλεκτρονική έκδοση της Lifo, στις 18 Ιανουαρίου 2014. Η φωτογραφία του Johnny Depp είναι τραβηγμένη από τον Andrew MacPherson. Ο στίχος είναι από το ποίημα Γεροντοκόρη της Sylvia Plath)