Στη Μύκονο πρωτοπήγα στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό θέρετρο αραβικών προδιαγραφών για νεόπλουτους, αλλά ούτε και με αυτές τις ζωγραφιές του Βάσου Γερμενή. Το «σκηνικό» δεν είχε αλλάξει, τα σπίτια, τα σοκάκια και οι παραλίες ήταν ακριβώς όπως αποτυπώνονται στους πίνακες, οι κότες όμως και οι χωριάτες είχαν εξοριστεί στην Άνω Μερά. Από ζώα, μόνο λίγα γαϊδουράκια υπήρχαν που πηγαινοέρχονταν φορτωμένα και ο Πέτρος (ή κάποιος από τους Πέτρους) ο πελεκάνος. Ψαράδες και ψάρια υπήρχαν σε αφθονία, αν και σιγά-σιγά και αυτοί εξορίστηκαν στη Δήλο.
Στη Χώρα της Μυκόνου κυκλοφορούσαν μόνο ξυπόλητοι τουρίστες όλων των κοινωνικών βαθμίδων και τάξεων. Ξυπόλητοι οι αριστοκράτες που έμεναν στο Λητώ, ξυπόλητοι και οι μπατιροτουρίστες που κοιμούνταν με sleeping bag μπροστά από το Λητώ, στην παραλία της Αγίας Άννας. Τους Μυκονιάτες τους θυμάμαι με τις τραγιάσκες τους να κάθονται στα καφενεία του γιαλού, κολλητά στον τοίχο, και να χαζεύουν από απόσταση το πολύχρωμο πλήθος που ζούσε τότε πραγματικά τον «μύθο» του. Τις Μυκονιάτισες τις θυμάμαι στα κεντρικά στενά καθισμένες στα σκαλιά δίπλα στα μαγαζιά με τα πλεκτά και τα υφαντά τους.
Δεν μπόρεσα να βρω πότε επισκέφτηκε τη Μύκονο ο Γερμενής. Λίγα στοιχεία υπάρχουν γενικά για τη ζωή του. Ξέρω ότι γεννήθηκε στο Φισκάρδο της Κεφαλονίας το 1896 και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Κέρκυρα, όπου παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Καλλιτεχνική Σχολή. Αναποφάσιστος για το τι ήθελε να κάνει στη ζωή του, πήγε στην Αθήνα και γράφτηκε και στη Νομική Σχολή και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Τελικά τον κέρδισε η τέχνη, η ζωγραφική που διδάχτηκε από τους Γεώργιο Ροϊλό, Γεώργιο Ιακωβίδη, Σπυρίδωνα Βικάτο και Δημήτριο Γερανιώτη, και η γλυπτική που διδάχτηκε από τον Θωμά Θωμόπουλο.
Όταν τέλειωσε τις σπουδές του, άρχισε να ταξιδεύει στην ελληνική επαρχεία και την Ευρώπη, καταγράφοντας με το πινέλο του τα τοπία και τη ζωή των ανθρώπων της εποχής. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια του πέρασε και από την Μύκονο. Σίγουρα μετά το 1914. Πήγε μόνο μία φορά, πήγε περισσότερες; Δεν ξέρω. Πάντως σίγουρα το νησί των Ανέμων τον μάγεψε. Αυτό μαρτυράει το πλήθος των μυκονιάτικων έργων του.
Όσο κι αν τα έργα του αποπνέουν την ηρεμία των ιμπρεσιονιστικών ηθογραφιών, ο ίδιος ήταν ένα πνεύμα ανήσυχο. Έψαχνε πάντα κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό. Η χάρη του έφτασε μέχρι την Αιθιοπία, όπου έμεινε πέντε χρόνια ως επίσημος ζωγράφος του αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ. Διακόσμησε το μαυσωλείο του και αγιογράφησε το Ναό της Αγίας Τριάδας στην Αντίς Αμπέμπα. Γυρίζοντας στην Ελλάδα ασχολήθηκε κυρίως με την γλυπτική. Φιλοτέχνησε ρεαλιστικές προτομές σπουδαίων Ελλήνων, όπως ο Διονύσιος Σολωμός και ο Λορέντζος Μαβίλης. Για το έργο του, η πολιτεία τον τίμησε με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα και το Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’.
Πέθανε το 1966 στην Αθήνα, δυό – τρία χρόνια πριν κάνω εγώ το πρώτο μου ταξίδι στη Μύκονο.