Η Τζένη Δρόσου έφυγε για το μεγάλο ταξίδι στις 29 Απριλίου του 2021, στα 92 της χρόνια. Σε όλες τις νεκρολογίες αναφέρεται ως η εικονογράφος των βιβλίων του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Μόνο που δεν ήταν μόνο αυτό. Η Τζένη Δρόσου έζησε μια συναρπαστική ζωή και άφησε πίσω της ένα πολύ πλούσιο έργο. Μπορεί οι ζωγραφιές της να μην έχουν θέση στο Λούβρο, όμως αποτελούν ένα από τα πιο όμορφα και πιο διεισδυτικά οπτικά ημερολόγια του 20ου αιώνα. Θα ακολουθήσουν κι άλλες αναφορές, σήμερα περιορίζομαι σε μία πολύ προσωπική ιστορία που βρήκα στο ημερολόγιο της. Και το κείμενο και τα έργα της που το συνοδεύουν, τα δανείστηκα από τον ιστότοπό της. Οι εικόνες είναι από τη σειρά “Γκρίζα Ερωτικά”.
1981, Σεπτέμβρης, Κύθηρα στη Χώρα, Τρίτη μεσημέρι 2:30-3:20
Η πρώτη κατάθεση «Εν θερμώ». Ελπίζω να ακολουθήσουν κι άλλες «Εν ψυχρώ».
Είμαι χαμένη: εκεί, το δωμάτιο ή τα δωμάτια ήταν πολλά γύρω γύρω. Τον καμπινέ δεν τον είδα. Όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Όταν η πόρτα έκλεισε έξω την καφέ ξύλινη σκάλα που έτριζε με πέρασε από μια δίφυλλη πόρτα. Ήταν όμως σαν όλα να ήταν ένα. Μπορεί. Δεν είχε έπιπλα, μόνο ένα τραπέζι ή σκαμνί. Ήτανε χαμηλό με μια τηλεόραση απάνω. Ίσως είχε και μια δυο καρέκλες αλλά δε θυμάμαι καλά. Έτσι το λέω. Μια φορά δεν ήταν εντελώς άδειο. Αυτό ταιριάζει στην ατμόσφαιρα που θέλω να περιγράψω… πως μπορεί να υπήρχε μια βαλίτσα ανοιχτή μ’ ανακατεμένα ρούχα και ποτήρια ή φλυτζάνια κάπου στη μέση, κι ένα βαρύ έπιπλο, ίσως ντουλάπα ή μπαούλο, κάτι που σου κλείνει το δρόμο. Και το κρεβάτι ή ντιβάνι ακουμπισμένο ή πολύ κοντά, δεν μπορώ να πω, ένας τοίχος ή μπορεί να ήταν και τρίφυλλη πόρτα κλειστή. Άφηνε κάτι κενό ή έδινε την εντύπωση πως άφηνε ένα κενό.
«Έλα», είπε αυτός, «Γδύσου». Έβγαλε το παντελόνι του. Το πουλί του είχε γίνει τόσο! Έβαλα τα χέρια μου γύρω από το στόμα μου και γέλασα.
Αυτός ούτε που κοίταξε. Το σεντόνι ήταν σίγουρα ροζ, ξασπρουλιάρικο, πολυπλυμένο, μπορεί και με λουλουδάκια. Πέταξε το παντελόνι του έτσι όπως όπως. Ήτανε γκρίζο κι όλο τσαλάκες, αλλά μπορεί και να το ‘βαλε ταχτικά σε μια καρέκλα και τη φανέλα του κάπου την έριξε κι αυτή. Εγώ εξακολούθησα να κρατάω τα χέρια μου γύρω από το στόμα μου και να χαμογελάω. «Άντε, γδύσου, τι περιμένεις;»
……………………………………………………………………
Όταν έπαιζα παιδί πήγαινα σιγά σιγά να τρομάξω κάποιον –σιγά, κρυφά με μια φοβερή συγκέντρωση. Αυτός ήταν ήσυχος ούτε που ήξερε ούτε που φανταζόταν τίποτα. Όλη η ανησυχία ήταν δική μου. Δεν ήξερε τι θα συμβεί. Θα συνέβαινε όμως κάτι οπωσδήποτε.
………………………………………………………………………….
Φωνές διαφορετικές για τους άλλους και διαφορετικές για τα κρυφά μυστικά. Υψηλή σε τόνο η μία και ρυθμική, βαριά η άλλη, υπόκωφη… Προχώρα ίσα, θα συναντηθούμε εκεί… Όλα αυτά τα κρυφά και μετά τα νοήματα από το σκοτεινό παράθυρο… Έλα… Παίζουμε βέβαια… παίζουμε, σκεφτόμουνα. Κράταγα λοιπόν με τα δυο χέρια το στόμα μου. Κρυφά… κρυφά… πλησίασα και μπουμ σε τρόμαξα.
Από την άλλη είχα όλο το δικαίωμα και την ηλικία να δοκιμάσω και να τον αφήσω να χειριστεί την υπόθεση. Ένας άντρας. Πώς μπορεί να οδηγήσει αν την αφήσεις στα χέρια του; Συμπέρασμα: ανάλογα με το μυαλό του και την τρομάρα του.
Ντρέπομαι αλλά πρέπει να το πω –μπα, δε βαριέσαι– όχι πρόστυχα λόγια, όχι.
Κάποιος από πάνω σου να σ’ ενοχλεί και να προσπαθείς να μη σ’ ενοχλεί. Μα κι όχι να σ΄ενοχλεί εντελώς.
Ας πούμε πως δεν επιχειρείς καθόλου μια τέτοια σχέση, μα αν δεν την επιχειρήσεις πώς μπορείς να μάθεις; Ένα μάθημα σπουδαίο στη διάρκεια μισής ώρας, 2.30-3.00. Σε μια ολόκληρη ζωή τι σου κοστίζει; Τίποτα. Δεν πάει στο διάβολο κι ακόμα παραπέρα!
Σηκώνομαι επιτέλους. Απ’ αυτά τα περίεργα, άδεια δωμάτια με τις διπλές ορθάνοιχτες πόρτες, ο καμπινές, η βρύση, το νερό. Το γυμνό σκούρο κορμί. Ένας νιπτήρας γεμάτος άδεια μπουκάλια ουίσκι.
«Κάπoιος θάρθει να τηλεφωνήσει»
«Με την ησυχία σου, σε 10 λεπτά»
Ντύνομαι. Κατεβαίνω την ξύλινη σκάλα που τρίζει και φεύγω. Έτσι μαθαίνω. Αυτό ήταν. Τώρα πρέπει να το ξεχάσω.