Ντακάρ, Σενεγάλη, 43 χρόνια πριν. Γεννιέται το 6ο και τελευταίο παιδί της οικογένειας Diop. Ο πατέρας λογιστής, η μητέρα δικηγόρος, το μέλλον του παιδιού προδιαγεγραμμένο. Θα σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων στο Παρίσι και μετά θα προσληφθεί σε μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες στην πατρίδα του.
2010 και ο Omar Victor έχει ήδη αρχίσει να βαριέται τη δουλειά του. Χαζεύει τις φωτογραφίες του Jean Paul Goude, της Nan Goldin και του Richard Avedon και το μυαλό του παίρνει ανάποδες στροφές. Ο κόσμος του χωρίζεται από ένα ποτάμι. Στην απέναντι όχθη είναι όλοι αυτοί που θαυμάζει, οι φωτογράφοι, οι ζωγράφοι, οι μόδιστροι, οι πραγματικοί δημιουργοί. Στη δικιά του όχθη είναι αυτοί που πληρώνουν και οργανώνουν τους προηγούμενους. Νιώθει την ανάγκη να αλλάξει στρατόπεδο.
Το πρώτο του πρότζεκτ έχει τίτλο «Fashion 2112: Le Futur du Beau». Παίρνει τα σκουπίδια τού σήμερα, τα μετατρέπει σε στολίδια τού αύριο και ντύνει με αυτά τα μοντέλα του. Στον δυστοπικό 22ο αιώνα λέει «τα ευγενή υλικά θα είναι το πλαστικό, το χαρτί, το σκουριασμένο σίδερο». Το μέλλον της ομορφιάς είναι η ανακύκλωση.
Οι φωτογραφίες του επιλέγονται να εκτεθούν στην Biennale Αφρικανικής φωτογραφίας στο Bamako το 2011. Οι κριτικές είναι θριαμβικές και ο Omar αποφασίζει να παραιτηθεί από τη δουλειά του και να αφοσιωθεί στη φωτογραφία. Σ’ αυτούς που προσπαθούν να τον αποθαρρύνουν, να τον εμποδίσουν να πετάξει πανάκριβες σπουδές και καλοπληρωμένη καριέρα στα σκουπίδια, απαντάει με μια φράση της τοπικής φυλής των Wolof : Coono du reer. Τίποτα δεν πάει χαμένο.
Η επόμενη πρόταση τού έρχεται από τον τοπικό όμιλο ξενοδοχείων Onomo. Αφορά μιά διαφημιστική φωτογράφιση στους χώρους των ξενοδοχείων σε συνεργασία με τον γαλλο-αμερικάνο φωτογράφο Antoine Tempé. Οι δύο φωτογράφοι ψάχνουν να βρουν μια κοινή ιδέα και ανακαλύπτουν ότι αυτό που τους ενώνει είναι το σινεμά. « Όλοι οι νέοι της δεκαετίας του ’80, όπου κι αν ζούσαν, είτε στο Ντακάρ, είτε στο Παρίσι, είτε στη Νέα Υόρκη, είτε στην Μπανγκόγκ, είδαν και σημαδεύτηκαν από τις ίδιες ταινίες». Επιλέγουν σκηνές από τις αγαπημένες ταινίες τους… The Matrix, American Beauty, Frida, Breakfast at Tiffany’s … και τους δίνουν νέα ζωή μεταφέροντας τις σε ένα αφρικάνικο περιβάλλον. Μία ωδή στο Χόλυγουντ που της δίνουν τον τίτλο Remixing Hollywood.
Οι φωτογραφίες κάνουν το γύρο του κόσμου, τα βλέμματα της καλλιτεχνικής κοινότητας στρέφονται πάνω του, συνεντεύξεις σε μεγάλα διεθνή κανάλια, εκθέσεις σε όλες τις άκρες του πλανήτη, ο καταξιωμένος πια Omar Victor Diop ξεκινάει το τρίτο του πρότζεκτ.
Το Studio of Vanities είναι ένα κοκτέιλ χρωμάτων, παιχνιδιών με τις φόρμες και τις αμφιέσεις, μια οπτική πανδαισία. Πρόκειται για στημένα πορτραίτα των πρωταγωνιστών της σημερινής αφρικάνικης καλλιτεχνικής σκηνής. «Αισθάνομαι τιμή μου να είμαι μέλος μίας δυναμικής γενιάς εραστών της Αφρικής που κοιτάνε και προχωράνε μπροστά. Η φωτογραφία δεν είναι μόνο το να παγιδεύεις όνειρα σε ένα κάδρο, είναι και το να καταγράφεις την ουσία, την πραγματικότητα. Αυτά τα πλούσια, δημιουργικά μυαλά φτιάχνουν μία νέα καλλιτεχνική σκηνή σε κάθε αφρικάνικη πόλη ή όπου αλλού τους βγάζει η ζωή. Αποφάσισα ότι τους αξίζει μία δικιά τους γκαλερί, φτιαγμένη με την παράδοση των θρυλικών μας φωτογράφων.»
Οι φωτογραφίες του θυμίζουν πολύ τα πορτραίτα που τράβαγε πολύ πριν από αυτόν ο Seydou Keïta, και πολλοί τον μέμφονται γι’ αυτό. Ο ίδιος δεν αρνείται το συσχετισμό. «Η βάση μου ήταν η θεατρική πλευρά αυτού που εγώ αποκαλώ παραδοσιακό αφρικάνικο στημμένο πορτραίτο. Υπήρχε τουλάχιστον ένας Malick Sidibé (=φωτογράφος που διατηρούσε στούντιο στο Bamako στη δεκαετία του ’60 και κατέγραψε σε ασπρόμαυρο φιλμ σκηνές από την καθημερινή ζωή) σε κάθε πόλη της Αφρικής μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, κι αυτά τα οικογενειακά άλμπουμ είναι μέσα στο τοπ των επιρροών μου».
Όμως από τις δικές του φωτογραφίες απουσιάζει αύτο το μελαγχολικό, νοσταλγικό ύφος που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της γαλλόφωνης αφρικανικής κουλτούρας. Γι’ αυτόν, η σημερινή Αφρική έχει εδώ και πολύ καιρό ξεφύγει από τις μονοδιάστατες αφηγήσεις του παρελθόντος και μοιάζει περισσότερο σαν ένα πρίσμα. «Από πολύ μικρός δέχτηκα πολλές διαφορετικές επιρροές, φυσικά αφρικάνικες, αλλά και αμερικάνικες μέσω της μουσικής και του κινηματογράφου, και ευρωπαικές μέσω της λογοτεχνίας, των ειδήσεων και της διαφήμισης…κλπ. Κι από την Ασία είχαμε πολιτιστικές αναφορές, κυρίως μέσα από τις ινδικές ταινίες και τις κινέζικες με το καράτε. Μεγάλωσα σε μία ανοιχτή μητρόπολη και αυτό αντανακλάται στο πως βλέπω και παρουσιάζω τη σύγχρονη Αφρική. Τις περισσότερες φορές η δικιά μου εικόνα απέχει πολύ από τον τρόπο που αντιλαμβάνονται και παρουσιάζουν τα αφρικάνικα θέματα τα media».
Παρότι του έγιναν πολλές προτάσεις να μεταναστεύσει σε πιό φιλικούς για τους καλλιτέχνες προορισμούς, έχει πάρει την απόφαση να μείνει στο Ντακάρ. «Είναι πολύ συναρπαστικό αυτό που συμβαίνει σήμερα εδώ. Ζούμε μία εποχή breakthrough. Υπάρχει ένα όλο και πιό έντονο ενδιαφέρον για μία «διαφορετική» Αφρική. Οι ίδιοι οι αφρικανοί καλλιτέχνες έχουν πία συναίσθηση ότι μπορούν να επικοινωνήσουν απευθείας με τον κόσμο και να μιλήσουν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους. Είναι υπέροχο να ξέρεις ότι μπορείς να γράψεις τη δική σου ιστορία καθώς ζεις το όνειρό σου».
Περισσότερες πληροφορίες στο site του.