Η ηθοποιός Μαριτίνα Πάσσαρη θυμάται την σκηνοθέτιδα Φρίντα Λιάππα. Το κείμενο το είχε γράψει πριν χρόνια στη σελίδα της στο facebook και εγώ το βρήκα στο anoixtoparathyro.gr. Πολύ γλυκό και πολύ ενδεικτικό για τις σχέσεις και τα όνειρα μιας ομάδας ανθρώπων της γενιάς του αντιδικτατορικου αγώνα και της μεταπολίτευσης. Η Φρίντα, στα λίγα χρόνια της ζωής της (έφυγε στα 46 της), πρόλαβε να σκηνοθετήσει πολλά τηλεοπτικά ντοκυμαντέρ και μόνο τρείς μικρού και τρείς μεγάλου μήκους ταινίες, οι οποίες πήραν αρκετά βραβεία στα φεστιβάλ που συμμετείχαν. Στην τρίτη μικρού μήκους ταινία της, το “Απετεξάμην”, πρωταγωνίστησε η Μαριτίνα και από τότε ξεκίνησε μια σχέση φιλίας και συνεργασίας που δυστυχώς διακόπηκε απότομα.
Για χτες το βράδυ, για τη Φρίντα, για όλα αυτά τα χρόνια και την απουσία
Υπήρξε λοιπόν, δε το πα χθες, ένα τέλος Άνοιξης που όλα μας φάνηκαν για λίγο δυνατά.
Δεν ήταν οι ανόητες ελπίδες της νιότης αλλά μια ώριμη πεποίθηση ότι όλα μπορούν να ξαναρχίσουν. Την έφερνε η νέα εποχή. Έτσι όπως είχε μπει με φούρια η δεκαετία και είχε ρίξει τους τοίχους και εκείνο το τείχος στο βορρά, σχεδιάζαμε να πάμε και πάλι για σπουδές, στο Παρίσι αυτή τη φορά, να εργαστούμε στη Στοκχόλμη, να πάμε στην Κωνσταντινούπολη οδικώς για μια δυο μέρες, και μετά να κάνουμε ένα μεγάλο, μόνο διερευνητικό, ταξίδι στο Λος Άντζελες – αν δε μας άρεσε μπορούσαμε πάντα να καταλήξουμε στη Νέα Υόρκη.
Τουλάχιστον τρεις ιδέες για σενάρια διαφορετικά, καινούριου τύπου, ήταν πάνω στο τραπέζι, ενώ δοκιμάζαμε πρωτόγνωρες γεύσεις φαγητών νωρίς τα βράδυα σε ανακαινισμένα ξενοδοχεία του κέντρου και ήταν σαν να είχαμε ήδη αρχίσει τα ταξίδια. Παίζαμε ρόλους και βάζαμε και το θέατρο στα σχέδια.
Δε συμφωνούσαμε πάντα στην πλοκή της ιστορίας ούτε στη μουσική, αλλά τα βρίσκαμε στους ποιητές και στα ποιήματα.
Κάθε απόγευμα λέγαμε ότι έπρεπε να πάμε και για ψώνια Έτσι, τουριστικά. Δίναμε ραντεβού. Πιάναμε τη κουβέντα και όλο το αναβάλλαμε. Άλλωστε δεν είχε μπει για τα καλά το καλοκαίρι, είχε ανοιξιάτικη δροσιά και στις βιτρίνες τα ντεκολτέ μας ανατρίχιαζαν.
Της ειχα πει ότι τρελαίνομαι για κίτρινα φορέματα. “Βρήκα το κίτρινο που σού πηγαίνει”, μου πε ένα βράδυ, και ήθελε να μου το κάνει δώρο.
Πιστεύω ότι κάτι έγινε μετά, κάτι που επηρέασε τη συναστρία, γιατί δεν μπορεί να άλλαξαν όλα τόσο ξαφνικά. Όχι τα σχέδια. Ούτε η φιλία. Αλλά όλα τα άλλα. Και δεν προλάβαμε παρά λίγα βήματα να κάνουμε, μικρές διαδρομές, μέχρι το Δικαστήριο ή το Νοσοκομείο και ένα δυο Φεστιβάλ. Όλα στραβά. Τόση αγωνία και θλίψη και κρυμένα δάκρυα και θυμοί, πολλοί θυμοί για όλους και για όλα, και πάνω από όλα για τη μεγάλη αδικία. Που δε διορθώνεται αν δώσουν μετά θάνατον το όνομά σου σε μια αίθουσα στο Φεστιβάλ.
Εγώ από τότε φοβάμαι τους θυμούς, αλλά κυρίως δεν ενθουσιάζομαι.
Όμως θυμάμαι ότι κάποτε, για λίγο, με έπεισε να γίνω ενθουσιώδης.
Ήταν την ‘Ανοιξη του 1991 και σύμφωνα με την απογραφή του ίδιου χρόνου η Ελλάδα είχε πληθυσμό 10.259.000 -πολλούς από αυτούς ενθουσιώδεις.