Το έκλεψα από τη σελίδα Παλία Μύκονος του facebook. Το ανέβασε η Ιωάννα Σαμιωτάκη, παλιά Μυκονιάτισα, και από ό,τι συμπέρανα αναφέρεται στα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Όταν εγώ μικρή έλεγα τα κάλαντα, τα λέγαμε απόγευμα. Κάθε παιδί κρατούσε ένα αναμμένο φαναράκι που άναβε με φυτίλι και λάδι. Το ανάβαμε με φως από κερί της εκκλησίας που παίρναμε κατά τον εσπερινό και μετά πόρτα-πόρτα πηγαίναμε στα σπίτια, στα μαγαζιά και στα καφενεία. Σε σύγκριση με σήμερα, τότε τα μαγαζιά ήταν πάρα πολλά, όλος ο Γιαλός είχε καφενεία και όλα τα σπίτια ήταν κατοικημένα. Έτσι που τα παρουσιάζω θα νομίσετε πως θησαυρίζαμε από τα κάλαντα…. Δυστυχώς δεν ήταν έτσι. Θυμάμαι έναν συμμαθητή μου που συναντήσαμε στο τέλος της γύρας, μας είπε με ενθουσιασμό πως είχε μαζέψει ένα ολόκληρο δεκάρικο! Χρησιμοποιώ πληθυντικό γιατί πήγαινα με την αδελφή μου γιατί ντρεπόμουν πολύ. Κι εκείνη ντρεπόταν, αλλά μαζί μου μετριαζόταν η ντροπή. Εμείς δεν θέλαμε,αλλά η μάνα μου επέμενε. Έτσι κι εμείς επιλεκτικά τα λέγαμε σε 5-6 γνωστά σπίτια και μετά χαζεύαμε τα παιχνίδια στο μαγαζί της κας.Δήμητρας στα Ματογιάννια. Απλωμένα στη σκάλα τα είχε ή μέσα σε μπαούλα. Εντόπιζα τι μου άρεσε και μετά τα γύρευα από τον Αϊ Βασίλη. Δεν έχω παράπονο. Κάθε χρόνο έβρισκε το σπίτι μας κι ακόμα το βρίσκει….
UPDATE
Λίγες μέρες μετά, η Ιωάννα Σαμιωτάκη ανέβασε μερικές ακόμα φωτογραφίες από τα Χριστούγεννα εκείνης της εποχής. Τότε που η Μύκονος ζούσε σαν όλη την υπόλοιπη Ελλάδα και δεν είχε μετατραπεί ακόμα σε ένα θέρετρο μεγιστάνων χωρίς καρδιά και αισθητική.