Στην εποχή μου δίναμε εισαγωγικές εξετάσεις στα Πανεπιστήμια τον Αύγουστο. Κι έτσι, την ώρα που οι άλλοι γύρναγαν από τις διακοπές τους, τον Σεπτέμβριο, εμείς ξεκινάγαμε τις δικές μας. Το 1976, που μόλις είχα τελειώσει το σχολείο και είχα ζήσει την ταλαιπωρία των εξετάσεων, οι γονείς μου μου επέτρεψαν να πάω για πρώτη φορά διακοπές μόνη μου. Θα με συνόδευε φυσικά ένα μέλος της οικογένειας, ο ξάδελφος μου ο Γιάννης ο Ζενεράλης, που ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερος μου.
Πήγαμε στην Κρήτη, νοικιάσαμε έναν σκαραβαίο από έναν φίλο της οικογένειας, τον Θεόφιλο τον Χαλκιαδάκη, και ξεκινήσαμε την περιήγηση μας. Τουρίστες δεν υπήρχαν πολλοί, οι κάτοικοι ήταν υπέρ του δέοντος φιλόξενοι, και, από όπου κι αν περνούσαμε, μας κέρναγαν τσικουδιές και μας καλούσαν να μας φιλοξενήσουν σπίτι τους.
Ένα απόγευμα περάσαμε από ένα ορεινό χωριό που είχε πανηγύρι. Κάποιοι βρακοφόροι σταμάτησαν το αυτοκίνητο μας και, αφού μας πήραν τα «διαπιστευτήρια», μας κάλεσαν να γιορτάσουμε μαζί τους. Μας έβαλαν να καθίσουμε στο τραπέζι με τα σημαίνοντα πρόσωπα του χωριού. Η ορχήστρα έπαιζε κρητικούς σκοπούς και, να οι τσικουδιές, να τα κρέατα, όλα ήταν ονειρεμένα. Μέχρι που κάποιος από το τραπέζι μου ζήτησε να χορέψω. Απάντησα ότι δεν τους ξέρω αυτούς τους χορούς. Τι ξέρεις, με ρώτησε. Μοντέρνα πράγματα, απάντησα.
Ο τύπος πήγε στην ορχήστρα, κάτι τους είπε, γύρισε στο τραπέζι μας, και σε λίγο η ορχήστρα άρχισε να παίζει … bossa nova, ένα χορό της δεκαετίας του ’60. Σήκω να χορέψεις, μου είπε. Χασκογελώντας απάντησα ότι ούτε αυτό το ξέρω, δεν είναι μοντέρνο. Και τότε γύρισε και μου έριξε ένα χαστούκι που πονάει ακόμα .
Εννοείται ότι χόρεψα bossa nova και έμαθα σε χρόνο dt πεντοζάλη και ό,τι άλλο χορεύτηκε εκείνη τη βραδιά.
(Η φωτογραφία είναι από το σπίτι του Θεόφιλου Χαλκιαδάκη, την ημέρα που πήγαμε να μας παραδώσει τον σκαραβαίο. Η πρώτη τσικουδιά του ταξιδιού.)

Στην λεβεντογεννα ξερουν να τρωνε. Ειτε φαγητο ειτε “ξυλο”.