Στη γαλλική αρχιτεκτονική του 1750 κυριαρχούσε το ροκοκό, και η Βασιλική Αυλή των Βερσαλλιών προτιμούσε να διακοσμεί τα διαμερίσματα της με έπιπλα και αντικείμενα του στυλ Louis XV. Την ίδια εποχή είχαν ξεκινήσει οι ανασκαφές σε αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα και την Ιταλία και τα ευρήματα τους είχαν αρχίσει να επηρεάζουν μεμονωμένους σχεδιαστές και αρχιτέκτονες. Αυθεντία στα θέματα της αρχαιότητας θεωρούνταν ο κόμης de Caylus, ο οποίος είχε ταξιδέψει σε τόπους ανασκαφών, είχε μελετήσει τις αρχαιότητες και είχε αποκτήσει μία εξαιρετική συλλογή. Επηρεασμένοι από αυτόν, κάποιοι αρχιτέκτονες, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους αβανγκάρντ, άρχισαν να ενσωματώνουν στα κτίρια τους στοιχεία της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας, όπως οι ιωνικοί κίονες και οι μαίανδροι. Η τάση ονομάστηκε goût grec (δεν είχε καμία σχέση με τον νεοκλασικισμό που έκανε την εμφάνιση του αργότερα) και συζητιόταν πολύ για δύο χρόνια στο Παρίσι.
Ένας άλλος γάλλος αρχιτέκτονας, ο Ennemond Alexandre Petitot, που ζούσε και εργαζόταν τότε στην Πάρμα της Ιταλίας, βλέποντας τη μόδα που είχε δημιουργηθεί γύρω από αυτό το καλλιτεχνικό κίνημα, αποφάσισε να το διακωμωδήσει. Έφτιαξε ένα βιβλιαράκι δέκα σελίδων, όπου παρουσίαζε «ενδυμασίες» επηρεασμένες από το goût grec. Ήταν κάτι ανάμεσα σε σχέδια ρούχων και σχέδια κτιρίων και φυσικά δεν θα μπορούσαν να φορεθούν. Τούβλα για παπούτσια, εστίες μαγειρικής στη θέση της κοιλιάς… τα σχέδια είναι στην πραγματικότητα μία εφαρμογή του goût grec στο ανθρώπινο σώμα.
Δεν γνωρίζω την απήχηση που είχε τότε το «αστείο» του, όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος στον πρόλογο, όμως τα σχέδια του και τα ερωτήματα που θέτουν παραμένουν επίκαιρα…
Ένα αντίτυπο του βιβλίου υπάρχει στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αθήνας.